- στερνοτύπτης
- ὁ, Ααυτός που χτυπά το στήθος του, στερνοκτύπος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + -τύπτης (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. μητρο-τύπτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στερνοτύπτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερνοτυπτούμαι — έομαι, Α [στερνοτύπτης] στερνοτυποῡμαι* … Dictionary of Greek